απορρόφηση

απορρόφηση
η
1. το ρούφηγμα, η απομύζηση υγρού ή αέριου: Πονούσε το στομάχι του, γιατί δε γινόταν καλά η απορρόφηση των υγρών.
2. η ολοκληρωτική αφοσίωση σε κάποια σκέψη ή ασχολία: Η απορρόφησή του από τη δουλειά του τον έκανε κάπως ακοινώνητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτική απορρόφηση — Η απορρόφηση ακτινοβολίας ορισμένου μήκους κύματος, κατά προτίμηση, σε σχέση με τις άλλες ακτινοβολίες, όπως συμβαίνει στα έγχρωμα γυαλιά και σε διάφορες χρωστικές ουσίες. Το χρώμα καθορίζεται από το φως που απομένει μετά την απορρόφηση, το οποίο …   Dictionary of Greek

  • εσωτερική απορρόφηση — Ένα μέτρο της ικανότητας μιας ουσίας να απορροφά ακτινοβολία, που εκφράζεται με τον λόγο της ροής, η οποία απορροφάται μεταξύ της επιφάνειας εισόδου και εξόδου της ουσίας προς τη ροή που αφήνει την επιφάνεια εισόδου. Η ε.α. δεν εφαρμόζεται στην… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αβιταμίνωση — Η παντελής έλλειψη μιας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό. H έλλειψη βιταμινών ή η ύπαρξή τους σε ανεπαρκείς ποσότητες (υποβιταμίνωση) οδηγεί στην εκδήλωση χαρακτηριστικών νοσηρών καταστάσεων που είναι γνωστές ως στερητικές νόσοι. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”